- θήβαζε
- Θήβαζε (Α)επίρρ. (αττ. τ.) βλ. Θήβασθε.[ΕΤΥΜΟΛ. Θήβαζε < Θήβασδε*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ζε — (Α) αχώριστο μόριο που μπαίνει στο τέλος λέξεων και δηλώνει κίνηση προς μια κατεύθυνση («Ἀθήναζε» προς την Αθήνα, «Θήβαζε», «θύραζε» αντί «Ἀθήνασδε» «Θήβασδε», «θύρασδε», αλλὰ κάποτε και με ονόματα ενικού αριθμού: «Ὀλυμπίαζε», «Μουνυχίαζε»,… … Dictionary of Greek
Θήβασδε — και αττ. τ. Θήβαζε (Α) επίρρ. στη Θήβα, προς τη Θήβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. Θήβας + δε (I)*, δεικτικό μόριο δηλωτικό τής προς τόπον κινήσεως] … Dictionary of Greek